vendo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vendo | vendoj |
αιτιατική | vendon | vendojn |
vendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vendo | vendoj |
αιτιατική | vendon | vendojn |
vendo (eo)