vescovo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vescovo | vescovi |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vescovo < (κληρονομημένο) λατινική episcopus < αρχαία ελληνική ἐπίσκοπος. Συγκρίνετε με το episcopo.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈveskovο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : vé‐sco‐vo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vescovo (it) αρσενικό (πληθυντικός: vescovi)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επώνυμα:
Πηγές[επεξεργασία]
- vescovo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).