vestiaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vestiaire | vestiaires |
vestiaire (fr) αρσενικό
- η γκαρνταρόμπα (σε μουσείο, κλπ)
- το αποδυτήριο