veturado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturado | veturadoj |
αιτιατική | veturadon | veturadojn |
veturado (eo)
- η μετακίνηση με αυτοκίνητο