vicinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vicinal | vicinaux |
θηλυκό | vicinale | vicinales |
vicinal (fr)
- που βρίσκεται ανάμεσα σε χωριά
- chemin vicinal - δρόμος ανάμεσα σε χωριά