vortblindeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortblindeco | vortblindecoj |
αιτιατική | vortblindecon | vortblindecojn |
vortblindeco (eo)
- η δυσλεξία