wake up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας wake up
γ΄ ενικό ενεστώτα wakes up
αόριστος woke up, waked up
παθητική μετοχή woken up, waked up
ενεργητική μετοχή waking up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wake up < → δείτε τις λέξεις wake και up

Ρήμα[επεξεργασία]

wake up (en)

  1. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    What time do you wake up?
    Tι ώρα σηκώνεσαι;
    When I was young, we used to wake up at six in the morning.
    Όταν ήμουν νέος, σηκωνόμασταν από τις έξι το πρωί.
    Tomorrow I will wake up early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: get up, awake
  2. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    What time should I wake you up?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: get up, awake