washer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
washer | washers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
washer (en)
- (ανεπίσημο) μηχανή που πλένει, ένα πλυντήριο πιάτων ή πλυντήριο ρούχων