wilderness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wilderness | wildernesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wilderness (en)
- η ερημιά, η μοναξιά, ένα μέρος που οι άνθρωποι δεν φροντίζουν ούτε ελέγχουν
- ↪ He lives on in his own in the wilderness.
- Zει μόνος στην ερημιά.
- ↪ What have you come into this wilderness for?
- Τι ήρθες να κάμεις σ' αυτή την ερημιά;
- ↪ the wilderness of the forest - η μοναξιά του δάσους
- ↪ He lives on in his own in the wilderness.
- (μεταφορικά) ανεξερεύνητο πεδίο, τομέας κτλ.
Πηγές[επεξεργασία]
- wilderness - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 336. ISBN 9780194325684., λήμμα: ερημιά