wiseass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wiseass | wiseasses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wiseass (en)
- (ανεπίσημο, ΗΠΑ) συνώνυμο του wise guy, αυτός που θέλει να δείχνει ότι είναι εξυπνότερος από τους υπόλοιπους