wise guy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wise guy | wise guys |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈwaɪz ˌɡaɪ/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
wise guy (en)
- (ανεπίσημο) αυτός που προσπαθεί να δείχνει πιο έξυπνος από τους άλλους· εξυπνάκιας
- (αργκό, ΗΠΑ) μέλος της Μαφίας
- (αργκό, ΗΠΑ, μειωτικό) ο Ιταλο-Αμερικανός