xérophtalmie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
xérophtalmie | xérophtalmies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
xérophtalmie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
xérophtalmie | xérophtalmies |
xérophtalmie (fr) θηλυκό