Égyptienne
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Égyptienne | Égyptiennes |
Égyptienne (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
Égyptienne | Égyptiennes |
Égyptienne (fr) θηλυκό