à contrecourant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

à contrecourant (fr) (ορθογραφία του 1990)

  1. (στην κολύμβηση) ενάντια στο ρεύμα
  2. (στη μόδα, στις ιδέες) αντίθετα με τη γενική αντίληψη

Άλλες γραφές[επεξεργασία]