älter
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
Alter
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Επίθετο
1.2.1
Εκφράσεις
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ˈɛltɐ
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
älter
(de)
μεγαλύτερος
(σε ηλικία); συγκριτικός από
alt
Εκφράσεις
[
επεξεργασία
]
älter werden
:
μεγαλώνω
, προχωρώ σε
ηλικία
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Επίθετα (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Català
Deutsch
English
Suomi
Français
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Limburgs
Nederlands
Svenska
中文