échalas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
échalas échalass

échalas (fr) αρσενικό

  • ο στύλος για την υποστήριξη νεαρού δενδρυλλίου