échalote
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
échalote | échalotes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]échalote (fr) θηλυκό
- το ασκαλώνιο (είδος κρεμμυδιού), εσαλότ
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- course à l'échalote: ανταγωνισμός με σκοπό την εξουσία