échappatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
échappatoire échappatoires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

échappatoire (fr) θηλυκό