Μετάβαση στο περιεχόμενο

écliptique

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écliptique écliptiques

écliptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écliptique écliptiques

écliptique (fr) θηλυκό