écliptique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écliptique | écliptiques |
écliptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écliptique | écliptiques |
écliptique (fr) θηλυκό
- (αστρονομία) εκλειπτική