éclopé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclopé | éclopés |
θηλυκό | éclopée | éclopées |
Επίθετο[επεξεργασία]
éclopé (fr)
- (οικείο) σακάτης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclopé | éclopés |
θηλυκό | éclopée | éclopées |
éclopé (fr)