écrivaine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écrivaine, θηλυκό του écrivain

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écrivaine écrivaines

écrivaine (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Η λέξη συνηθίζεται στο Κεμπέκ, είναι όμως σπάνια στη Γαλλία, όπου προτιμάται το femme écrivain.

Συγγενικά

[επεξεργασία]