édile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.dil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
édile édiles

édile (fr) αρσενικό

  1. στην αρχαία Ρώμη, αγορανόμος
  2. δημοτικός σύμβουλος μεγάλης πόλης