édile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
édile | édiles |
édile (fr) αρσενικό
- στην αρχαία Ρώμη, αγορανόμος
- δημοτικός σύμβουλος μεγάλης πόλης