éditorialiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.di.tɔ.ʁja.list/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| éditorialiste | éditorialistes |
éditorialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| éditorialiste | éditorialistes |
éditorialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό