égarement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)=[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égarement | égarements |
égarement (fr) αρσενικό
- η διάλειψη
ενικός | πληθυντικός |
égarement | égarements |
égarement (fr) αρσενικό