électoral
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- électoral < électeur
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | électoral | électoraux |
θηλυκό | électorale | électorales |
électoral (fr)