électromécanique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.me.ka.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
électromécanique électromécaniques

électromécanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό