élevage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élevage | élevages |
élevage (fr) θηλυκό
- η κτηνοτροφία, γενικά
- η εκτροφή
ενικός | πληθυντικός |
élevage | élevages |
élevage (fr) θηλυκό