élevage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
élevage | élevages |
élevage (fr) θηλυκό
- η κτηνοτροφία, γενικά
- η εκτροφή
ενικός | πληθυντικός |
élevage | élevages |
élevage (fr) θηλυκό