εκτροφή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκτροφή | οι | εκτροφές |
| γενική | της | εκτροφής | των | εκτροφών |
| αιτιατική | την | εκτροφή | τις | εκτροφές |
| κλητική | εκτροφή | εκτροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτροφή < αρχαία ελληνική ἐκτροφή < ἐκτρέφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτροφή θηλυκό
- το να εκτρέφει κάποιος κάτι, ιδίως ζώα για το κρέας τους, το μαλλί τους και το γάλα τους