éligible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.li.ʒibl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éligible éligibles

éligible (fr) αρσενικό ή θηλυκό