émeraude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
émeraude | émeraudes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]émeraude (fr) θηλυκό
- το σμαράγδι
Πηγές
[επεξεργασία]- émeraude - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- émeraude - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online