Μετάβαση στο περιεχόμενο

émeraude

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
émeraude émeraudes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛm.ʁod/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

émeraude (fr) θηλυκό