émulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.my.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
émulation | émulations |
émulation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
émulation | émulations |
émulation (fr) θηλυκό