Μετάβαση στο περιεχόμενο

épicéa

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
épicéa épicéas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épicéa (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]