épizootique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.zɔ.ɔ.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épizootique | épizootiques |
épizootique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épizootique | épizootiques |
épizootique (fr) αρσενικό ή θηλυκό