épousée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

< épouser

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

épousée (fr) θηλυκό (πληθυντικός: épousées)

  • (παλιό ή λογοτεχνικό) αυτή που παντρεύεται

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]