Μετάβαση στο περιεχόμενο

mariée

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mariée < marier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ʁje/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]