équilibré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équilibré | équilibrés |
θηλυκό | équilibrée | équilibrées |
Επίθετο[επεξεργασία]
équilibré (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη équilibre