éthyle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
éthyle éthyles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

éthyle (fr) αρσενικό