önemli
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- önemli < önem (σπουδαιότητα) + -li
Επίθετο
[επεξεργασία]önemli (tr)
- σημαντικός, σπουδαίος
- bu ders çok önemli - αυτό το μάθημα είναι πολύ σημαντικό
önemli (tr)