übertreiben
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
übertreiben (de)
- (μεταβατικό), (αμετάβατο) υπερβάλλω