łapówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

łapówka (pl) < από τη λέξη łapa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /waˈpufka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

łapówka (pl) θηλυκό