œnolisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
œnolisme | œnolismes |
œnolisme (fr) αρσενικό
- αλκοολισμός που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση κρασιού
ενικός | πληθυντικός |
œnolisme | œnolismes |
œnolisme (fr) αρσενικό