środek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
środek (pl) αρσενικό
- το μέσον με τις έννοιες:
- το κέντρο, το κεντρικό σημείο
- κάποιος ή κάτι που διευκολύνει
- το εσωτερικό χώρου