środek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]środek (pl) αρσενικό
- το μέσον με τις έννοιες:
- το κέντρο, το κεντρικό σημείο
- κάποιος ή κάτι που διευκολύνει
- το εσωτερικό χώρου
środek (pl) αρσενικό