ŝtop-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ŝtop- < αγγλική stop

Ρίζα[επεξεργασία]

ŝtop- (eo)

Παράγωγα[επεξεργασία]

και