ŝtopiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ŝtopiĝi < ŝtop- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ŝtopiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝtopiĝas ŝtopiĝanta ŝtopiĝata
αόριστος ŝtopiĝis ŝtopiĝinta ŝtopiĝita
μέλλοντας ŝtopiĝos ŝtopiĝonta ŝtopiĝota
υποθετική ŝtopiĝus - -
προστακτική ŝtopiĝu - -

ŝtopiĝi (eo)

  1. σταματώ, παύω
  2. βουλώνω

Άλλες γραφές[επεξεργασία]