Şamlı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Şamlı < Şam + -lı

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃɑmˈɫɯ/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Şamlı (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Δαμασκηνός, η Δαμασκηνή
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Κλίση[επεξεργασία]