Şekerci
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Şekerci < από επάγγελμα, τουρκικά şekerci (ζαχαροπλάστης)
- Συγγενή επώνυμα: νέα ελληνικά Σεκερτζής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Şekerci αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα[επεξεργασία]
επώνυμα: