Αναξήνωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αναξήνωρ < αρχαία ελληνική Ἀναξήνωρ < άναξ + (;)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αναξήνωρ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, αρχαίο
  2. Κιθαρωδός από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας που ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχος και άρεσε τόσο πολύ ως καλλιτέχνης στον Μάρκο Αντώνιο, που τον διόρισε "φορολόγο", δηλαδή του έδωσε το δικαίωμα να εισπράττει του φόρους από 4 γειτονικές πόλεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]