Αστερούσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αστερούσια < αστέρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αστερούσια ουδέτερο πληθυντικός

  • οροσειρά της νότιας Κρήτης, η νοτιότερη της Ελλάδας, γνωστή και ως «Άγιο Όρος της Κρήτης»

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]