Αἰολεῖς
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αἰολεῖς < συνηρημένη μορφή του Αἰολέες, πληθυντικός αριθμός του Αἰολεύς < → δείτε τη λέξη αἰόλος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αἰολεῖς αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος
- κάτοικοι της Αἰολίας
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Αἰολεῖς αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Αἰολεύς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Αιολείς στη Βικιπαίδεια