Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αὐξώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αυξώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αὐξώ
      γενική τῆς Αὐξοῦς
      δοτική τῇ Αὐξοῖ
    αιτιατική τὴν Αὐξώ
     κλητική ! Αὐξοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αὐξώ < αὔξω (αὐξάνω) με κατάληξη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uegs- < **h₂ewg-

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αὐξώ, -οῦς θηλυκό

  • Αὐξώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • s.v. αὔξω - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.